οἰκουργός

οἰκουργός
οἰκουργός, όν (οἶκος, ἔργον; for οἰκουρός Aristoph. et al.; the form w. γ is found elsewh. only in Soranus p. 18, 2 v.l. [for οἰκουρός]: οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον) pert. to carrying out household responsibilities, busy at home, carrying out household duties, of women Tit 2:5 (cp. Philo, Exsecr. 139 σώφρονας κ. οἰκουροὺς κ. φιλάνδρους; Cass. Dio 56, 3). S. the preceding entry; also Field, Notes, 220–22 and foll. entry.—S. DELG s.v. ἔργον I 2 p. 364. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οικουργός — οἰκουργός, όν (Α) αυτός που ασχολείται με τις δουλειές τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • οἰκουργούς — οἰκουργός working at home masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικουργώ — οἰκουργῶ, έω (Α) [οικουργός] διευθύνω τις υποθέσεις τού σπιτιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”